Οι διατάξεις των άρθρων 867 και 869 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προβλέπουν ότι διαφορές ιδιωτικού δικαίου, ήδη υφιστάμενες ή που ενδέχεται να προκύψουν στο μέλλον από συγκεκριμένη έννομη σχέση, πλην των εργατικών διαφορών, δύνανται να υπαχθούν σε διαιτησία.
Αυτό μπορεί να συμβεί μέσω συμφωνίας, εφόσον τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν την εξουσία να διαθέτουν ελεύθερα το αντικείμενο της διαφοράς. Βάσει του άρθρου 1 του ν. 2735/1999, οι διατάξεις του εν λόγω νόμου εφαρμόζονται στη διεθνή εμπορική διαιτησία που διεξάγεται στην ελληνική επικράτεια.
Σύμφωνα με το άρθρο 19 του ίδιου νόμου, τα μέρη μπορούν να διαμορφώσουν τη διαδικασία διαιτησίας με συμφωνία τους. Ο ερμηνευτικός κανόνας του νόμου ορίζει ότι όπου αναφέρεται συμφωνία των μερών, αυτή περιλαμβάνει και κανόνες διαιτησίας που τυχόν συμφωνήθηκαν. Επομένως, τα μέρη μπορούν να επιλέξουν τη διεξαγωγή της διαιτησίας βάσει του Κανονισμού Διαιτησίας του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ICC), το οποίο αποτελεί παράδειγμα θεσμοποιημένης διαιτησίας.
Διαδικασία Διαιτησίας
Σύμφωνα με το άρθρο 6 του Κανονισμού Διαιτησίας του ICC, όταν τα μέρη έχουν συμφωνήσει να επιλύσουν τη διαφορά μέσω διαιτησίας κατά τον Κανονισμό αυτόν, θεωρείται ότι αποδέχονται τον ισχύοντα κατά την έναρξη της διαδικασίας Κανονισμό, εκτός αν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά. Βάσει του άρθρου 4, το μέρος που επιθυμεί να υποβάλει αίτηση στη διαιτησία οφείλει να καταθέσει σχετική αίτηση στη Γραμματεία του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου, με την ημερομηνία λήψης της αίτησης να θεωρείται η έναρξη της διαδικασίας.
Η αίτηση περιλαμβάνει περιγραφή της διαφοράς, το είδος της ζητούμενης προστασίας και, όπου είναι δυνατόν, το αιτούμενο ποσό. Μόλις ο φάκελος της υπόθεσης φτάσει στο Διαιτητικό Δικαστήριο, συντάσσεται η πράξη-πλαίσιο (Terms of Reference), η οποία περιέχει σύνοψη των αξιώσεων και των αιτημάτων των μερών. Μετά την υπογραφή ή έγκριση της πράξης, η υποβολή νέων αιτημάτων είναι δυνατή μόνο με έγκριση του Διαιτητικού Δικαστηρίου.
Η διαιτητική διαδικασία διασφαλίζει την ίση μεταχείριση των μερών και παρέχει τη δυνατότητα ανάπτυξης επιχειρημάτων και προσκόμισης αποδείξεων. Ο Κανονισμός προβλέπει την παρουσία των μερών στη συζήτηση της υπόθεσης, με έγκαιρη ενημέρωση και κατάλληλη δυνατότητα προετοιμασίας.
Ακύρωση Διαιτητικής Απόφασης
Η διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί, βάσει του άρθρου 34, αν είναι αντίθετη στη διεθνή δημόσια τάξη, όπως ορίζεται στο άρθρο 33 του Αστικού Κώδικα. Δημόσια τάξη θεωρείται το σύνολο θεμελιωδών αρχών και κανόνων που επικρατούν στη χώρα, και η αντίθεση πρέπει να προκύπτει άμεσα από το περιεχόμενο της απόφασης.
Οι λόγοι ακύρωσης διαιτητικής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 897 του ΚΠολΔ, περιλαμβάνουν την ακυρότητα της συμφωνίας διαιτησίας ή την υπέρβαση εξουσίας από τους διαιτητές. Οι διατάξεις για την ακύρωση της απόφασης προστατεύουν την αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης και αποτρέπουν την εκδίκαση θεμάτων εκτός της συμφωνημένης δικαιοδοσίας.
Ασφαλιστικά Μέτρα
Το Διαιτητικό Δικαστήριο μπορεί να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα, εφόσον συνεδριάζει στην ελληνική επικράτεια και λειτουργεί εντός του ελληνικού νομικού πλαισίου. Προϋποθέσεις για αυτό περιλαμβάνουν διεθνή στοιχεία στη διαιτητική συμφωνία, όπως διαφορετικό τόπο εγκατάστασης των μερών ή σύνδεση με δίκαιο περισσοτέρων κρατών.
Συγκεντρωτικά και σε αυτό το πλαίσιο, οι διεθνείς διαιτησίες που διέπονται από τα παραπάνω συχνά απαιτούν τη συνδρομή εξειδικευμένων international arbitration law firms https://calavros.gr/international-arbitration/. Αυτές οι δικηγορικές εταιρείες, με εξειδίκευση στο διεθνές διαιτητικό δίκαιο, μπορούν να παρέχουν εξειδικευμένη καθοδήγηση στα διάδικα μέρη, διασφαλίζοντας τη συμμόρφωση με τις διεθνείς και εγχώριες νομικές απαιτήσεις, καθώς και την ορθή εκτέλεση της διαιτητικής διαδικασίας.
Η παρουσία τέτοιων εξειδικευμένων γραφείων είναι ιδιαιτέρως σημαντική στις περιπτώσεις που οι διαφορές εμπλέκουν σύνθετα νομικά ζητήματα ή απαιτούν την εφαρμογή κανόνων από περισσότερες έννομες τάξεις. Με αυτόν τον τρόπο, ενισχύεται η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια δικαίου στη διαιτητική διαδικασία, είτε πρόκειται για την επιβολή ασφαλιστικών μέτρων είτε για την εκδίκαση της ουσίας της διαφοράς.